dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
γονική άδεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Elternzeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
γονική άδεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Karenzzeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
γονική άδεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Erziehungsurlaub
Ⓦ
Ⓖ
…